υγειονομοφύλακας

υγειονομοφύλακας
ο, Ν
υπάλληλος υγειονομείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγειονομ-είο + φύλακας. Η λ., στον λόγιο τ. ὑγειονοφύλαξ, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”